μαγγανείας

μαγγανείας
μαγγανείᾱς , μαγγανεία
trickery
fem acc pl
μαγγανείᾱς , μαγγανεία
trickery
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • МАКСИМ ЭФЕССКИЙ —     МАКСИМ ЭФЕССКИЙ (Μάξιμος ὁ Ἐφέσιος) (ок. 310 ок. 372 н. э.), греческий философ платоник, ученик Эдесия Каппадокийского (см. Пергамская школа), учитель и приближенный имп. Юлиана. Происходил из знатного рода и владел внушительным состоянием… …   Античная философия

  • вълшьство — ВЪЛШЬСТВ|О (20), А с. То же, что вълхвованиѥ в 1 знач.: чародѣиства. и вълъшьство съвьршати. (μαγγανείας) КЕ XII, 277а; помышлениѩ и хотѣниѩ ѥго нѣкаѩ волшьствомь прорица˫а (προυμανεύετο) КР 1284, 378в; творѩше волшьствомь. псомъ гл҃ати… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κομπογιανίτης — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται ο ψευδοεπιστήμονας και συνήθως ο εμπειρικός γιατρός. Για την ετυμολογία της λέξης κ. έχουν διατυπωθεί διαφορετικές απόψεις κατά καιρούς. Ο Κοραής υποστήριζε ότι προήλθε από τις λέξεις κόμπος (κομπασμός) και… …   Dictionary of Greek

  • μαγγανευτικός — ή, ὁ (Α μαγγανευτικός, ή, όν) [μαγγανεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μαγγανείες ή ο επιτήδειος στο να μαγγανεύει 2. το θηλ. ως ουσ. η μαγγανευτική η τέχνη τής μαγγανείας, θαυματοποιία, μαγεία, ταχυδακτυλουργία. επίρρ... μαγγανευτικώς και …   Dictionary of Greek

  • μαγγανοδαίμων — μαγγανοδαίμων, ονος, ὁ (Μ) ο θεός τής μαγγανείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάγγανο «μαγικό φίλτρο» + δαίμων (πρβλ. αγαθο δαίμων, ανθρωπο δαίμων)] …   Dictionary of Greek

  • Σπέε, Φρήντριχ φον- — (Spee). Γερμανός θρησκευτικός ποιητής και συγγραφέας (1591 1635). Διετέλεσε καθηγητής και ιεροκήρυκας και το 1610 εντάχθηκε στο τάγμα των Ιησουιτών. Ανέπτυξε αξιόλογη φιλανθρωπική δράση και λέγεται μάλιστα ότι πέθανε από τη κούραση, στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”